abjuration - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

abjuration - translation to Αγγλικά

LEGAL TERM
Abjurer; Abjure; Abjured; Oaths of abjuration; Oath of abjuration; Abjuration of the realm; Abjured the realm; Abjure the realm; Oath of Abjuration; Oath of abjuration (Great Britain and Ireland); Abjuring
  • access-date=16 July 2019}}</ref>

abjuration         
n. recantation, disavowal, renunciation, act of giving up; denial, relinquishment by formal declaration
abjurer      
abjure, renounce; recant, abdicate, give up
renoncer à      
give up, renounce, drop, put aside, abnegate, relinquish, lay down, abandon, waive, abdicate, surrender, abjure, renege, forbear with someone, kick

Ορισμός

abjuration
n.
1.
Renunciation (upon oath), relinquishment, rejection, abandonment, abnegation, repudiation, discarding, disowning.
2.
Recantation, retraction, revocation, repeal reversal, recall, disavowal, disclaiming, disclaimer.

Βικιπαίδεια

Abjuration

Abjuration is the solemn repudiation, abandonment, or renunciation by or upon oath, often the renunciation of citizenship or some other right or privilege. The term comes from the Latin abjurare, "to forswear".